- οχηματαγωγό(ν)
- τό1) паром; 2) воен, десантный корабль
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οχηματαγωγό — το 1. ναυτ. πλοίο ειδικά διασκευασμένο εσωτερικά και με κατάλληλο άνοιγμα στην πλώρη, την πρύμνη ή στις πλευρές του, το οποίο χρησιμοποιείται για την επιβίβαση και τη μεταφορά οχημάτων 2. στρ. πολεμικό πλοίο που μπορεί να μεταφέρει αυτοκίνητα,… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
πορθμείο — το / πορθμεῑον, ιων. τ. πορθμήϊον, ΝΑ [πορθμός] 1. τόπος διαπόρθμευσης, δηλ. το σημείο απ όπου περνά κάποιος από ακτή σε ακτή ή από όχθη σε όχθη, πέραμα 2. σκάφος με το οποίο περνά κάποιος στην απέναντι όχθη ή ακτή («καὶ πορθμεῑα ἀνθρώπων μεστά,… … Dictionary of Greek
φέριμποτ — και, παλ. τ., φέρρυμπωτ και φέρρυμποτ, το, Ν άκλ. ναυτ. οχηματαγωγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ferryboat < ferry «πορθμείο» + boat «βάρκα»] … Dictionary of Greek
Εμς — (Ems). Τοπωνύμια της Γερμανίας. 1. Πόλη (10.300 κάτ. το 2003) της κεντροδυτικής Γερμανίας, στο κρατίδιο Ρηνανία Παλατινάτο. Βρίσκεται Α του Κόμπλεντς. Ονομάζεται και Μπαντ Εμς (Bad Ems). Η πόλη είναι κέντρο ιαματικών λουτρών. Η ιστορία του Ε.… … Dictionary of Greek
Φαλκονέρα — Ακατοίκητο μικρό νησί του Νοτίου Αιγαίου στα ΒΔ της Μήλου, στις γραμμές Χανιά Πειραιάς και Μαλέας Σμύρνη. Είναι σημαντική για τη ναυτιλία και εξυπηρετεί με τον φάρο της μεγάλο αριθμό πλοίων που περνούν από εκεί, αλλά και πολύ επικίνδυνη εξαιτίας… … Dictionary of Greek